Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Δομισμός και διαλεκτικός υλισμός. Από την ιδεολογία στην τάξη του φανταστικού.



.
.
Ήμουν ολομόναχος ως φιλόσοφος, ωστόσο
στην  “απάντηση προς τον Τζών Λιούις” έγραψα πως
 ένας κομουνιστής  δεν είναι ποτέ μόνος. 
Luis Αlthousser, Το μέλλον διαρκεί πολύ
.
.Η αλλαγή του αντιληπτικού μηχανισμού στη μεταφεουδαρχική κοινωνική συγκρότηση
Για τον Frederick Engels η φιλοσοφία από την γέννηση της χωρίζεται σε δύο αντιλήψεις οι οποίες προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα της ύπαρξης, του «είναι» και της σχέσης του με την ύλη. Αυτή η διάκριση συμπυκνώνεται στα  ρεύματα που είναι αντίστοιχα γνωστά ως ιδεαλισμός και υλισμός. Για τον υλισμό η «συνείδηση» και το «πνεύμα» είναι τελικά απόρροια των δράσεων του ανθρώπου -ή των δομών μέσα στις οποίες ο άνθρωπος θα κληθεί να δράσει – και όχι ένα «φάντασμα» που ενσαρκώνεται στην ύλη-σώμα. Κοιτώντας πίσω στον Επίκουρο, τον πρώτο υλιστή φιλόσοφο, ο θάνατος δεν έχει καμία σημασία αφού εκεί που ο άνθρωπος ζει αυτός απουσιάζει και όταν αυτός είναι πλέον παρόν ο άνθρωπος δεν μπορεί να τον αντιληφθεί[1].
Η έννοια της διαλεκτικής των αντιθέτων, η ύπαρξη δηλαδή αντιθέτων που αντί να σχηματίζουν ένα διπολικό τόξο αποτελούν σύνολα δομικά μπλεγμένα αποτελεί τη βάση για την ύπαρξη φιλοσοφικών ρευμάτων αλλά και επιστημών[2] που γεννήθηκαν στο πέρασμα της ανθρωπότητας στον 19ο αιώνα. Το πέρασμα αυτό συνιστά ένα ειδικό σημείο της ιστορίας καθώς σηματοδοτεί την οριστική μετάβαση από την φεουδαρχία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αποτελώντας έτσι μία βίαιη διακοπή των δεδομένων υλικών όρων ύπαρξης και την οριστική αναδιάταξη τους. Όταν ο  Hegel αναφέρει πως ότι είναι πραγματικό είναι και λογικό δεν γίνεται από μία σκοπιά παγίωσης και σχηματοποίησης συνθηκών, αλλά μέσα στο φάσμα της διαλεκτικής: ακριβώς ότι υπάρχει, εμπεριέχει το «εν δυνάμει» του θανάτου του και τελικά της υπέρβασης του.
H φιλοσοφική-επιστημονική θεώρηση των τελών του 19ου αιώνα έρχεται να αλλάξει την κυρίαρχη αντίληψη που κληροδοτείται από τον μεσαίωνα και την εποχή της μοναρχίας και η οποία κωδικοποιείται στην μία και μόνο αντικειμενική ανάλυση της πραγματικότητας. Το επίπεδο βέβαια των ιδεών είναι αντανάκλαση των όρων κοινωνικής διακυβέρνησης και ηγεμονίας: στην προ-μοντέρνα εποχή για έναν σχηματισμό υπάρχει ένας θεός, ένας ηγεμόνας, μία αλήθεια, μία πραγματικότητα. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τη σημειολογική αναφορά όσον αφορά την «πραγματική ύπαρξη» του ηγεμόνα ως αντανάκλαση της «φανταστικής ύπαρξης» του θεού.
Η καινοτομία του μαρξισμού είναι πως ως θεωρία αποτελεί μία ενότητα φιλοσοφικών και επιστημονικών ανακαλύψεων (ιστορικός υλισμός) και προσπαθεί να απευθυνθεί με ευρύτητα στα κοινωνικά υποκείμενα μέσα από την άμεσα πρακτική του φύση.
Οι Marx και Engels δημιουργούν μία θεωρεία όχι μόνο ως αποτέλεσμα προσωπικών στοχασμών αλλά ως ανάδραση της κίνησης της εργατικής τάξης και των κοινωνικών πλειοψηφιών. Η θεωρεία αυτή όχι μόνο προσβλέπει στο να ερμηνεύσει, να κατανοήσει και τελικά να προβλέψει την ιστορία του ανθρώπινου είδους αλλά καλεί τα ευρύτερα κομμάτια κόσμου να την κατανοήσουν και τελικά να την υλοποιήσουν στη κατεύθυνσης της κοινωνικής απελευθέρωσης[3].
Δίπλα στους Marx και Freud προστίθενται οι ανακλύψεις του Κοπέρνικου για την θέση της γης στο σύμπαν και  του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών. Οι ανακαλύψεις αυτές κλονίζουν για πάντα την αντίληψη της θεϊκής καταγωγής του ανθρώπινου είδους. Συμφωνα με την ανακάληψη του Δαρβίνου ο άνθρωπος δεν βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το θεό αλλά λίγο πιο πάνω από τον πίθηκο.
Η θεωρεία του Freud καταδεικνύει την κεντρική θέση που κατέχει ένας μη ελεγχόμενος μηχανισμός -το υποσυνείδητο- στις πράξεις και η θεωρεία του Marx πως ο άνθρωπος είναι τελικά εγκλωβισμένος σε ένα σύστημα θέσεων που προσδιορίζονται από την παραγωγή των εμπορευμάτων και τους όρους απόσπασης της υπεραξίας. Ο ανθρώπινος εγωισμός έχει δεχτεί ένα τεράστιο πλήγμα: ο άνθρωπος είναι απλά άνθρωπος. Θα δούμε παρακάτω πως το «πλήγμα» στον ανθρώπινο εγωισμό όχι απλά ενσωματώνεται, αλλά γίνεται πυρήνας της αστικής ιδεολογίας. 


Η γέννηση του ανθρώπου
Όταν ο Foucault μιλάει στο έργο του «οι λέξεις και τα πράγματα» για τον θάνατο του ανθρώπου και ο Αlthousser διερευνά τον θεωρικό αντιανθρωπισμό του Marx δεν αναφέρονται φυσικά στην κατασκευή μίας απάνθρωπης φιλοσοφίας. Η έννοια που κατέχει ο «άνθρωπος» σε αυτές τις μελέτες αναφέρεται στο περίβλημα που κατασκευάζουν οι ανθρωπιστικές επιστήμες κατά την ανάπτυξη της αστικής κυριαρχίας. Ο «άνθρωπος» όπως σήμερα γίνεται αντιληπτός είναι μία κατασκευή της αστικής δημοκρατίας και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: η αστική ιδεολογία σκότωσε τον «θεό» για να βάλει στη θέση του τον «άνθρωπο».
Δεν μιλάμε λοιπόν για τον άνθρωπο ως βιολογικό είδος αλλά ως ένα φορέα αξιών ενώ ονομάζουμε τελικά «ανθρώπινο» μία αναπαράσταση που εκπληρώνει ένα μοντέλο ηθικής.
Ο άνθρωπος, αυτή η επινόηση της ευρωπαϊκής κουλτούρας από τον 16ο αιώνα και μετά», έγραψε ο Foucault[4], τείνει να εξαφανιστεί «σαν σχέδιο στην άμμο στην άκρη της θάλασσας». Ο  Foucault αναφέρεται ουσιαστικά για το πνευματικό κίνημα του ανθρωπισμού που έχοντας τις ρίζες του στην ελληνολατινική παιδεία, αναδύθηκε στην Ιταλία της Αναγέννησης, ανανεώθηκε με τον Διαφωτισμό και κορυφώθηκε στον 20ό αιώνα ως επιδίωξη, συχνά όχι μόνο ασαφής και αόριστη αλλά και το καλύτερο όπλο στα χέρια της ιμπεριαλιστικής ιδεολογικής πολιτικής.
Ο άνθρωπος είναι επιτέλους ελεύθερος θα φωνάξει ο ευρωπαϊκός[5] ανθρωπισμός. Αυτό που είναι στη πραγματικότητα ελεύθερο να κάνει το «πλήθος» που σχηματίζεται στη μεταφεουδαρχική συγκρότηση είναι να αποδεχτεί τη θέση του μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, παράγοντας  και καταναλώνοντας υλικά αγαθά στο μέτρο και στο επίπεδο που του επιτρέπει η θέση του αυτή. Ο μονάρχης παραχωρεί τη θέση του σε μια αρκετά μεγαλύτερα ομάδα εκλεγμένων ανθρώπων ολοκληρώνοντας έτσι το σχηματισμό του κράτους μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Η κατάργηση αυτού του ηθικού πυρήνα δυτικοευρωπαϊκής ανθρωπιστικής σκέψης μέσω του εντοπισμού του από τον Marx και άλλους φιλοσόφους θα επηρεάσει σημαντικά τους δομιστές και τους μεταδομιστές. Ο γαλλικός διαφωτισμός όντας μπολιασμένος από την ιδεαλιστική θεώρηση κατασκευάζει έναν άνθρωπο στα ηθικά μέτρα της νέας κοινωνίας. Ιδεολογήματα πλασμένα από όρους όπως ψυχή, δημοκρατία, ηθική, καλό-κακό είναι που θα δώσουν ζωή στην έννοια «άνθρωπος».
 Μιλώντας λοιπόν ο Foucault για το θάνατο του ανθρώπου, μιλάει στη πραγματικότητα για τον αναγκαίο θάνατο της ιδεολογίας που πίσω από την ελευθερία του «ανθρωπου», κρύβει στη πραγματικότητα την οργανωμένη καταπίεση πλειοψηφικών κοινωνικών ομάδων. Οι πολίτες δε πρέπει να παλέψουν σε αυτό το καθεστώς για ισονομία και ισοπολιτεία αλλά να παλέψουν ενάντια στο ίδιο στο σύστημα που γεννάει αυτούς τους διαχωρισμούς μέσω της ύπαρξης κοινωνικών τάξεων.  Στην πραγματικότητα, αποδεδείχθηκε στην πράξη ότι η θεματική του Θανάτου του Ανθρώπου είναι συμβατή με την εξέγερση, με τη ριζική δυσαρέσκεια απέναντι στην κατεστημένη τάξη και με την πλήρη στράτευση στο πραγματικό των καταστάσεων[6].

Πως αναγνωρίζουμε τον στρουκτουραλισμό
 Ο Gilles Deleuze[7] αναφέρει πως μπορούν να αναγνωριστούν ως στρουκτουραλιστές ο γλωσσολόγος Jacobson, ο κοινωνιολόγος Levi Strauss, ο ψυχολόγος Lacan, οι φιλόσοφοι Althusser και Foucault και ο κριτικός λογοτεχνίας Roland Barthes. O στρουκτουραλισμός εντοπίζει στις ανακαλύψεις της γλωσσολογίας και τη σημειολογίας από τον Ελβετού καθηγητή Ferdinand de Saussure νέα εργαλεία που επιτρέπουν την περαιτέρω εξερεύνηση μιας σειράς γνωστικών πεδίων. Παρά την ποικιλότητα- διασπορά των παραπάνω ειδικοτήτων υπάρχουν σε όλους αυτούς τους ερευνητές κοινά συμπεράσματα για την έννοια της δομής, του υποκειμένου, της συμβολικής τάξης.
 Ένα από τα έξι σημεία που αναγνωρίζει ο Deleuze ως συνδετικές πλατφόρμες της ανάλυσης των δομιστών είναι η έννοια του τοπολογικού χάρτη.Για τον Allthuser[8] τα αληθινά υποκείμενα δεν είναι εκείνα που έρχονται να καταλάβουν τις θέσεις, συγκεκριμένα άτομα ή πραγματικοί άνθρωποι, όπως βέβαια και τα αληθινά αντικείμενα δεν είναι οι ρόλοι αυτών των ανθρώπων ούτε και τα όσα συμβάντα γίνονται, αλλά πρώτα πρώτα οι θέσεις μέσα σε έναν τοπολογικό χώρο οριζόμενο με βάση τις παραγωγικές σχέσεις.
Το ίδιο αναγνωρίζει και ο Lacan καθώς αντιλαμβάνεται πως κυρίαρχα δεν είναι το υποκείμενο αλλά η διυποκιμενικότητα που χαρακτηρίζει τα υποκείμενα μορφοποιώντας την σημαίνουσα αλυσίδα. Το υποκείμενο είναι υποταγμένο στο συμβολικό «φαλλό», στο άδειο κουτί και στις μετατοπίσεις του.
Το μέγεθος της ευκινησίας του υποκειμένου το διαπλάθει τελικά σε διυποκειμενικό.
Οι ίδιες οι σχέσεις των υποκειμένων θα καθορίσουν εκ των προτέρων και τις συμπεριφορές τους.
 Για τους στρουκτουραλιστές τα σημεία είναι κενά αφού έχουν απλά έναν ορισμένο τόπο δράσης-αναφοράς και η σύνδεση τους με άλλα σημεία είναι που ενεργοποιεί επιφάνειες, δίνοντας τους έτσι ζωή. Για αυτό και χρησιμοποιείται η λέξη «αλυσίδα» είτε πρόκειται για μία ανάλυση γλωσσολογική, είτε κοινωνιολογική.
Τούτο το συμπέρασμα δεν είναι κάτι το καινούργιο για τον διαλεκτικό υλισμό αφού ο Marx αναλύει πως η κοινωνία τελικά δεν είναι ένα σύνολο από υποκείμενα αλλά από σχέσεις.
Ο Deleuze βλέπει στην ανάλυση των στρουκτουραλιστών το κομβικό ζήτημα της τριπλή τάξη του πραγματικού: συμβολική, φανταστική, πραγματική τάξη. Τα συμπεράσματα του Lacan φαίνεται πως ακολουθεί και ο Althusser εντοπίζοντας τα προβληματικά σημεία της σκέψης του Feuerbach και κατόπιν του Marx πάνω στο ζήτημα της ιδεολογίας.
Για τον Lacan δεν είναι δυνατόν να αντιληφθεί κανείς τις αληθινές συνθήκες της ροής της πραγματικότητας καθώς αυτές μετασχηματίζονται κάτω από τη διαδικασία του συμβολικού σε φαντασιακά τελικά σημαινόμενα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσεγγίσει, ούτε να περιγράψει την πραγματικότητα γιατί πρώτα και κύρια στις διυποκειμενικές σχέσεις[9] μεσολαβεί μία ιδιαίτερη «δομή» που ορίζει την ίδια τη συμβολική τάξη: η «γλώσσα». Δεν υπάρχει τίποτα έξω από στο γλωσσικό σύστημα. Τα όρια της γνώσης, τα όρια της επικοινωνίας, τα όρια της πραγματικότητας τα ορίζει ο λόγος.
 Ακόμη και αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί και να περιγραφεί είναι και πάλι λέξεις.
Επιστρέφοντας τώρα στη θέση του Marx για την ιδεολογία, βλέπουμε πως αυτή επικεντρώνεται στον αλλοτριωτικό της ρόλο. Η ιδεολογία είναι κάτι έξω από τη πραγματικότητα, είναι ένας μανδύας στην ουσία της που αποκρύπτει την πραγματική τάξη της παραγωγής δηλαδή την απόσπαση υπεραξίας και συνεπώς την εκμετάλλευση των τάξεων γύρω από τις μονάδες παραγωγής. Η παραπάνω θέση είναι ελλιπής: η πραγματική τάξη είναι αναπόφεκτο να σχηματίσει φανταστικές τάξεις μέσα από την παρεμβολή μέσων-ενδιάμεσων[10] και συμβολικών συστημάτων (γλώσσα). Το σε ποιο βαθμό η ιδεολογία -ως σύστημα σκέψεων, προβληματισμών, ηθικής κτλ που καθορίζει έναν άνθρωπο ή μία κοινωνική ομάδα- θα είναι αλλοτριωμένη[11] είναι ένα ζήτημα πολιτικής διαπάλης.
Η υποδομή και η υπερδομή
 Ο Marx εντοπίζει στη κοινωνική βάση (υποδομή) τις παραγωγικές σχέσεις και τις οικονομικές δομές ενώ στο εποικοδόμημα (υπερδομή) το νομικό πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο δηλαδή το ίδιο το κράτος, το νομικό σύστημα, την ηθική, τον πολιτισμό, τη θρησκεία – συνολικά δηλαδή την ιδεολογία.
Η υπερδομή για τον Marx αντανακλά στην πραγματικότητα τις παραγωγικές σχέσεις: το κράτος στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αποτελεί έναν καταπιεστικό μηχανισμό που χρέος έχει να συνεχίσει την αναπαραγωγή της ύπαρξης των κοινωνικών τάξεων και να εμποδίζει την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων μέσα από την υπεράσπιση της κατοχής των μέσων παραγωγής από την αστική τάξη[12]. Αλλά και η κυρίαρχη ιδεολογία είναι πρώτα και κύρια μία ιδεολογία που χαρακτηρίζεται από την καταπίεση που ακολουθεί την εργασία, από την αστική τάξη πάνω στον κατώτερο κοινωνικό κρίκο, την χειρώνακτα εργατική τάξη.
Είναι σαφές πως ένα κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει εάν δεν αναπαράγει το ίδιο τον εαυτό του.
Πηγαίνοντας πάλι στην οικονομική βάση, μία μανιφακτούρα δεν αρκείται στο να παράγει προϊόντα αλλά πρέπει να προβλέπει μέσα από την απόσπαση της υπεραξίας του δυναμικού της να συντηρεί τα ίδια τα μέσα παραγωγής. Ο καπιταλισμός για να συνεχίσει να υπάρχει πρέπει να συντηρεί και να εξελίσσει πέρα από τις τεχνολογίες και τα μέσα παραγωγής, τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας και σε οξυμένες περιόδους να εφαρμόσει την καταστολή μέσω της υλικής βίας.
Το κράτος δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μια  ουδέτερη κυβερνητική  μεταφορά όλων των υποκειμένων ενός κοινωνικού σχηματισμού αλλά αντίθετα μεταφορά της κυριαρχίας της αστικής τάξης πάνω σε όλες τις άλλες.
Ο Allthuser δίνει μεγάλη έμφαση για πρώτη φορά μετά τον Antonio Gramsi στα στοιχεία της υπερδομής και κυρίως στην ύπαρξη της φανταστικής τάξης -ιδεολογίας- μέσα σε αυτήν και τον έλεγχο της από τις καπιταλιστικές δομές. Το κράτος ως εκπρόσωπος της καπιταλιστικής καταπίεσης αλλά και ισορροπιστής των διαταξικών και ενδοταξικών συγκρούσεων χρησιμοποιεί μηχανισμούς για την αναπαραγωγή του κοινωνικού μοντέλου που αντιπροσωπεύει.
Ο καπιταλισμός με την πολιτειακή μορφή της αστικής δημοκρατίας[13] έχει μία ουσιώδη διαφορά σε σχέση με τα ξεπερασμένα συστήματα ελέγχου και καταπίεσης, όπως η μοναρχία, η βασιλεία κα., καθώς δεν ενδιαφέρεται για την παραμονή στην εξουσία ορισμένων προσώπων (η οικογένεια του βασιλιά, των ευγενών, των λόρδων, των κοτζαμπάσηδων) αλλά μίας κοινωνικής τάξης. Για την ύπαρξη του συστήματος δεν είναι απαραίτητο πλέον κανένα πρόσωπο (χάνεται η μοναδικότητα) αλλά η ύπαρξη της αστικής τάξης η οποία είναι ανοιχτή μάλιστα σύμφωνα με τα κοινωνικά ιδεολογήματα στα παιδιά όλων των τάξεων -φτωχών, πλουσίων- αρκεί «αποδείξουν τις ικανότητες στους».
Εξετάζοντας συνοπτικά την ιστορία της δράσης των ιδεολογικών μηχανισμών μπορεί να αναφερθεί πως στην προ-αστικοδημοκρατική διακυβέρνηση ο θρησκευτικός μηχανισμός με έναν ιδιαίτερο μάλιστα συγκεντρωτισμό είναι αυτός που έχει το ρόλο να αναπαράγει τα κυρίαρχα ιδεολογήματα. Η εκπαίδευση, η ηθική, τα τελετουργικά, η τέχνη, οι νόρμες συμπεριφοράς ακόμα και η υλική τιμωρία, όλα περνάνε από τα χέρια της εκκλησίας. Ιδιαίτερο ρόλο κατέχει ιστορικά η οικογένεια αλλά και το μόρφωμα της εκπαίδευσης το οποίο είναι και το κεντρικό όργανο στην αναπαραγωγή του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας τόσο στην υλική κατανομή των υποκειμένων όσο και στην ιδεολογία: Οι βαθμίδες τις εκπαίδευσης κατατάσσουν τους αυριανούς εργαζόμενους σε θέσεις παραγωγής όχι μόνο σε επίπεδο τεχνικών δεξιοτήτων αλλά και σε επίπεδο ιδεολογίας.
Σύμφωνα με τον παραδοσιακό μαρξισμό ο ρόλος της εκπαίδευσης δεν είναι κυρίαρχα ιδεολογικός αφού και η εργασία λόγω της αλλοτριωμένης δομής της θα παράγει αλλοτριωμένη ιδεολογία. Κατά γενικό κανόνα, το πραγματικό, το φανταστικό και οι σχέσεις τους γεννιούνται πάντα δευτερογενώς από την λειτουργία της δομής που αρχίζει έχοντας μέσα της τα πρωταρχικά αποτελέσματα σημειώνει ο Deleuze. Η ιδεολογία υπάρχει ως αναπαράσταση με φανταστική μορφή των πραγματικών συνθηκών ύπαρξης. Δεν υπάρχει καλύτερη δομή να χτίσει αυτές τις τάξεις από μία δομή που έχει πρωταρχικά την διδασκαλία των ιδεών και των αντιλήψεων όπως ακριβώς είναι ένας ιδεολογικός μηχανισμός και ακόμη πιο συγκεκριμένα η εκπαιδευτική διαδικασία.
Η τάξη του φανταστικού
Αρχικά πρέπει να γίνει η διαπίστωση πως η πρακτική και η ιδεολογία έχουν μία βαθύτατη διαλεκτική σύνδεση, τα βέλη ανάμεσα στις δύο λέξεις είναι αμφίδρομα: η πρακτική μας είναι η ιδεολογία μαςόπως και η ιδεολογία μας είναι η πρακτική μας.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Αlthousser θα διαφωνήσει με τη θέση των «χειρογράφων του 44» του Marx πάνω στον αλλοτριωτικό ρόλο που κατέχει η ιδεολογία[14]. Η τάξη του φανταστικού μετουσιωμένη σε ιδεολογία θα υπάρχει στα υποκείμενα χωρίς την παρέμβαση της αλλοτριωμένης εργασίας και των αλλοτριωμένων συνθηκών ύπαρξης. Η τάξη του πραγματικού θα μετασχηματιστεί σε φανταστική τάξη μέσω του περάσματος από το «συμβολικό[15]».
  Aν είναι αλήθεια πως η παράσταση των συνθηκών της πραγματικής ύπαρξης των ατόμων που κατέχουν θέση κάποιου φορέα παραγωγής, εκμετάλλευσης, καταπίεσης, ιδεολογικοποίησης και επιστημονικής πρακτικής αν είναι λοιπόν αλήθεια ότι η παράσταση σε τελευταία ανάλυση εξαρτάται από τις παραγωγικές σχέσεις και τις σχέσεις που προκύπτουν από αυτές κάθε ιδεολογία μέσα στην παραμόρφωση που αναγκαστικά δημιουργεί η φαντασία αντιπροσωπεύει την φανταστική σχέση των ατόμων με τις παραγωγικές και τις παράγωγες τους σχέσεις και όχι τις ίδιες παραγωγικές σχέσεις[16].
Στον κόσμο των ιδεών δεν γίνεται αντιληπτή η πραγματική σχέση των ανθρώπων και των παραγωγικών σχέσεων αλλά η φανταστική τους σχέση.
Εδώ πρέπει να γίνει λόγος για το ζήτημα της υλικότητας της ιδεολογίας: η ιδεολογία έχει υλική υπόσταση αφού υπάρχει πάντα υλοποιημένη σε ένα μηχανισμό και στην πρακτική του. Τα υποκείμενα παραμερίζονται από το προσκήνιο και από το κυρίαρχο τους ρόλο ως ιστορικό κέντρο αφού τελικά καλούνται ελεύθερα να αποδεχτούν απλά τις ήδη προδιαγεγραμμένες τους λειτουργίες μέσα στις διάφορες οικονομικές και κοινωνικές δομές. Αυτό βγάζει από το κέντρο της ιστορίας τον «άνθρωπο» βάζοντας στη θέση του τις «σχέσεις των ανθρώπων» και συνεπώς τις συγκρούσεις τους[17].
 Η ιδεολογία ως σύστημα αντιλήψεων εγκαλεί τα άτομα ως υποκείμενα και σχηματίζει μια σειρά από ηθικές και αισθητικές φόρμες κανονίζοντας τα διάφορα «savoir faire»: στο σήμερα δεν μιλάμε παρά για την κυρίαρχη λογική: η λογική αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη αφεντικών και εργαζομένων, φτωχών και πλούσιων, χειρώνακτων και διανοητών μία λογική που μεταπλάθεται όπως εξηγήθηκε όχι γραμμικά αλλά με τους αναγκαίους κλυδωνισμούς από την υποδομή στην υπερδομή, στο τρόπο συμπεριφοράς, στις ανθρώπινες σχέσεις, στο πως δομούμε το λόγο μας.
Ο Deleuze αναγνωρίζει τον φαλλό στο έργο του Lacan ως «άδειο κουτί». Είναι αυτό που δεν μπορεί να βρίσκεται ποτέ στην θέση που θα έπρεπε να τοποθετείται, είναι η ύπαρξη του και η έλλειψη του μαζί είναι για το γλωσσολόγο Jackobson το στοιχειώδες φώνημα που ορίζει όλους τους υπόλοιπους ήχους μας. Μία οικονομική δομή που έχει ως «άδειο κουτί» την κλοπή της εργασίας – την αλλοτριωμένη παραγωγή, δεν μπορεί παρά να έχει αντίστοιχο περιτύλιγμα και να μορφώνει την συμβολική τάξη τελικά και κατ επέκταση την αντίληψη μας σε ένα πλαίσιο βαθιά ενάντιο στον ανθρώπο.
Το κριθάρι δεν έχει τη γεύση της αποσπώμενης υπεραξίας, αυτή όμως ακριβώς είναι το τυφλό σημείο που στο καπιταλισμό ορίζει την ίδια του την ύπαρξη.
Ο φαντασιακός μετασχηματισμός πράγματι δεν γίνεται από κανέναν άλλο παρά από την δράση και τις σχέσεις των κοινωνικών πια υποκειμένων, την σύγκρουσή τους και την αποσιώπηση καμιά φορά της σύγκρουσης αυτής. Στην κυριαρχία της αστικής τάξης οι δομές όλων των τύπων θα κινηθούν σχεδόν αυτόματα με βάση την κυριαρχία της.
Η κυρίαρχη ιδεολογία προϋποθέτει, βάσει της διαλεκτικής, και την ιδεολογία που την απαρνείται, μία ιδεολογία ρήξης με σκοπό την υπέρβαση και των δύο και τον βηματισμό προς την νέα κονωνία. Οταν αυτή η ιδεολογία καταφέρει να αποκτίσει υλική υπόσταση μέσα στις κοινωνικές πρακτικές και στις πλειοψηφίες αλλάζει ο κόσμος και η ιστορία.
Γιάννης Καρπούζης, Μάρτιος 2011
.Ενδεικτική βιβλιογραφία
  1. Althousser Louis, ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί ,  θέσεις, εκδόσεις θεμέλιο, 1999
  2. Althousser Louis, η υπεράσπιση της Αμιένης, θέσεις, εκδόσεις θεμέλιο, 1999
  3. Althousser Louis, το μέλλον διαρκεί πολύ, εκδόσεις πολίτης
  4. Darian Leader, Λακάν, εκδόσεις Δίαυλος, 1999
  5. Deleuze Gilles, πώς αναγνωρίζουμε τον στρουκτουραλισμό, η φιλοσοφία, τόμος τέταρτος, επιμέλεια Francois Chatelet, εκδώσεις Γνώση, 2006
  6. Dor Joel, εισαγωγή στην ανάγνωση του Lacan , το ασυνείδητο δομημένο σαν γλώσσα , πλέθρον, 1985
  7. Evans Dylan, εισαγωγικό λεξικό της Λακανικής ψυχανάλυσης, εκδόσεις ελληνικά γράμματα, 2005
  8. Engels Friedrich. Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας
  9. Harneker Marta, βασικές αρχές του ιστορικού υλισμού
  10. Lenin Ilitch Nicolai , κράτος και επανάσταση
  11. Marx Karl, το κομμουνιστικό μανιφέστο
  12. Marx Karl, μισθός ,τιμή, κέρδος
  13. Marx Karl, η γερμανική ιδεολογία
  14. Pisier-Kouchner Εvelyne, οι μαρξισμοί, η φιλοσοφία , τόμος τέταρτος, επιμέλεια Francois Chatelet, εκδώσεις Γνώση, 2006
Παραπομπές
[1] Επιστολή προς Μενικέα
[2] Πολιτική οικονομία, ιστορικός υλισμός, ψυχολογία
[3] Από την ενδέκατη θέση του Μαρξ για τοιν Φουερμπαχτ: αρκετά οι φιλόσοφοι ερμήνευσαν το κόσμο. Το θέμα τώρα είναι να τον αλλάξουμε
[4]  «Οι  λέξεις και τα πράγματα»
[5] Μη ξεχνώντας πως η Ευρώπη το 19ο αιώνα είναι ο κυρίαρχος κρίκος της αλυσίδας των κοινωνικό-οικονομικών σχηματισμών και έτσι βρίσκεται στη πρωτοπορία των  ιστορικών εξελίξεων
[6]  Alain Badiou, Ηθική
[7] Πως αναγνωρίζουμε τον στρουκτουραλισμό, η φιλοσοφία
[8] “Διαβάζοντας το κεφάλαιο”, έργο που ολοκληρώνει το 1967 με τον Etienne Balibar και άλλους συνεργάτες
[9] και τα υποκείμενα τελικά είναι διυποκειμενικά
[10] Σώμα, μάτια, αισθήσεις, αντιληπτικοί μηχανισμοί και αργότερα μηχανικά μέσα αναπαραγωγής και καταγραφής
[11] Όπως συμβαίνει συχνά,  ένας εργάτης στον καπιταλισμό εγκαλείται από την αστική και όχι την εργατική ιδεολογία
[12] και εδώ είναι σημαντική η εργασία που έχει γίνει από τον Lenin. Βλ. Κράτος και επανάσταση
[13]  Το ευνοϊκότερο και σταθερότερο πολίτευμα για την συντήρηση των παραγωγικών σχέσεων. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος δείχνει πως οι δημοκρατικοί σχηματισμοί έθνη-κράτη θα διαλύσουν μέσα σε πολύ λίγα χρόνια τις τελευταίες ιστορικές αυτοκρατορίες της Ευρώπης. Ο καπιταλισμός επιτυγχάνει σταθερότερη ανάπτυξη μέσα από την αστική δημοκρατία για πολλούς λόγους – κυρίαρχα της αποφυγής κοινωνικοπολιτικών εξεγέρσεων – από ότι η αυτοκρατορίες του Οθωμανού πασά και του καγκελάριου της Αυστροουγγαρίας.
[14] Περισσότερα στο βιβλίο του Engels, Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας
[15] πέρα από όλα τα άλλα υπενθυμίζεται ο ρόλος του λόγου ως «ενδιάμεσο». Ο Νίτσε αναπτύσει πως ο ίδιος ο λόγος είναι τελικά ο τρόπος που ονομάζει τα πράγματα ο κυρίαρχος και με αυτό το τρόπο αυτά γίνονται αποδεκτά από τους κυριαρχούμενους. Η γλώσσα λοιπόν ως συμβολική τάξη εμπεριέχει την λογική της κυρίαρχης ιδεολογίας.
[16] Η ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους. Θέσεις.
[17] Με αυτό εννοείται η σύγκρουση των τάξεων αφού η κυρίαρχη δομή είναι η παραγωγική διαδικασία και έτσι η κεντρική πάλη στην εξέλιξη της ιστορίας επιτελείται γύρω από αυτή.

Του Γιάννη Καρπούζη

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου