Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου
Αντικατάσταση του συμβολαίου από το νόμο
…[1]Η πρώτη αυθεντική άρνηση της ιδέας της αρχής (autorité) είναι αυτή του Λούθηρου. Αυτή η άρνηση, όμως, δεν προχώρησε πέρα από τη θρησκευτική σφαίρα: ο Λούθηρος, όπως ο Leibnitz, ο Kant, ο Hegel, ήταν ένα πνεύμα ουσιαστικά κυβερνητικό. Η άρνησή του ονομάσθηκε ελευθερία της σκέψης[2]… Η ίδια κίνηση πρόκειται να συντελεστεί και στη σφαίρα των πολιτικών ιδεών.
Μετά τον Λούθηρο, η αρχή της ελευθερίας της σκέψης μετατοπίστηκε, μέσω κυρίως του Jurieu[3], από την πνευματική στην κοσμική εξουσία. Στην κυριαρχία του θείου δικαίου ο αντίπαλος του Bossuet[4] αντέταξε την κυριαρχία του λαού, κάτι που εξέφρασε με απείρως μεγαλύτερη ακρίβεια, δύναμη και βάθος με τις λέξεις σύμβαση ή κοινωνικό συμβόλαιο, των οποίων η αντίφαση με τις λέξεις εξουσία, αρχή, διακυβέρνηση,
εξουσία, είναι έκδηλη.
Πραγματικά, τι είναι το κοινωνικό συμβόλαιο; Η συμφωνία του πολίτη με την Κυβέρνηση; όχι· θα ήταν σαν να στιφογυρίζουμε γύρω από την ίδια ιδέα. Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι η συμφωνία του ανθρώπου με τον άνθρωπο, από την οποία πρέπει να προκύψει αυτό που ονομάζουμε κοινωνία. Εδώ, η έννοια της διορθωτικής δικαιοσύνης, που έχει τεθεί από το αρχέγονο γεγονός της ανταλλαγής και που έχει προσδιορισθεί από το ρωμαϊκό δίκαιο, υποκατέστησε αυτή της διανεμητικής δικαιοσύνης που εκδιώχθηκε ανέκκλητα από τη ρεπουμπλικανική κριτική. Μεταφράστε τις λέξεις αυτές, συμβόλαιο, διορθωτική δικαιοσύνη, που είναι νομικές, στη γλώσσα του εμπορίου και θα έχετε το εμπόριο, δηλαδή, στην υψηλότερη νοηματοδότησή της, την πράξη με την οποία δύο άνθρωποι, που αυτοσυστήνονται ουσιαστικά ως παραγωγοί, παραιτούνται στις μεταξύ τους σχέσεις από κάθε απαίτηση από την Κυβέρνηση.